- περίξυσμα
- περί-ξυσμα, ατος, τό, in pl.,A shavings, scrapings, Sch.Pl.Chrm.161e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίξυσμα — τὸ, Α [περιξύω] ό,τι απομένει μετά το ξύσιμο, το ξέσμα … Dictionary of Greek
περιξύσματα — περίξυσμα shavings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)